- στεφανωτική
- στεφανωτικόςconcerning a crownfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στεφανωτικός — ή, ό / στεφανωτικός, ή, όν, ΝΑ [στεφανωτής] το ουδ. ως ουσ. το στεφανωτικό(ν) χρήματα που έχουν οριστεί με διαθήκη για το στεφάνωμα τάφου νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η στεφανωτική η νόμιμη σύζυγος, η παντρεμένη με στεφάνι, στεφανωμένη 2. το ουδ.… … Dictionary of Greek
ευλογητικός — ευλογητικός, ή, ό και βλογητικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ευλογία. 2. αυτός που γίνεται με ευλογία. 3. το θηλ. ως ουσ., ευλογητική νόμιμη σύζυγος, αλλ. στεφανωτική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)